υποκάω

υποκάω
Α
(αττ. τ.) βλ. υποκαίω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποκαίω — ὑποκαίω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑποκάω Α νεοελλ. μτφ. συντελώ κρυφά στην έξαψη πάθους, υποδαυλίζω, συνδαυλίζω μσν. αρχ. βάζω φωτιά κάτω από κάτι προκειμένου να τό ψήσω ή να τό θερμάνω (α. «ἕψουσι ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηίων», Ηρόδ. β. «ὑποκαίειν τὴν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”